καταπαλαιούμαι

καταπαλαιούμαι
καταπαλαιοῡμαι, -όομαι (Α)
γίνομαι πολύ παλιός, γερνώ, γεράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + παλαιοῦμαι «γερνώ» (< παλαιός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”